- καλύκανθος
- (καλύκανθος ο πολυανθής). Φυλλοβόλος θάμνος της οικογένειας των καλυκανθιδών (δικοτυλήδονα), ο οποίος κατάγεται από τη Βόρεια Αμερική. Φτάνει σε ύψος τα 1-2 μ., έχει ωοειδή, μυτερά, χνουδωτά φύλλα στην κάτω επιφάνεια και άνθη μονήρη ή κατά ζεύγη, καστανέρυθρα και πολύ εύοσμα, τα οποία αποτελούνται από πολυάριθμα μακριά πέταλα και πολλούς στήμονες. Καλλιεργείται στους κήπους ως καλλωπιστικό φυτό.
Ο καλύκανθος, φυλλοβόλος θάμνος που καλλιεργείται στους κήπους για τα εύοσμα άνθη του.
* * *οβοτ. γένος φυτών τής οικογένειας καλυκανθίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. calycanthus < calyc- (< κάλυκας)-* + -anthus (< άνθος)].
Dictionary of Greek. 2013.